- καπνογόνο
- Ειδική συσκευή που σχηματίζει νέφη καπνού, με σκοπό την απόκρυψη περιοχών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από εχθρικά βλέμματα. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως συνώνυμο του νεφογόνου, αν και οι νεφογόνες ουσίες παράγουν και διαχέουν στην ατμόσφαιρα υγρά σωματίδια, ενώ οι καπνογόνοι διαχέουν στερεά. Εκτός από τα ειδικά μηχανήματα, το νέφος ή το προπέτασμα μπορεί να προκληθεί είτε με την ταχεία βολή βλημάτων που περιέχουν ουσίες ικανές να παράγουν νέφος είτε με ατελή καύση πετρελαίου. Η αποτελεσματικότητα ενός προπετάσματος νεφών ή καπνού βασίζεται στην ικανοποιητική δυνατότητα απόκρυψης και στην αργή διάλυσή του στην ατμόσφαιρα.
Ένα κ. αποτελείται συνήθως από ένα μεταλλικό δοχείο με καπνογόνα ουσία, που διαχέεται γρήγορα μέσα από ένα επιστόμιο διασποράς, εξαιτίας του πεπιεσμένου αέρα που περιέχεται σε μια κατάλληλη οβίδα. Εκτοξευτές κ. υπάρχουν σε πλοία και αεροπλάνα, υπάρχουν όμως και φορητά κ. μικρών διαστάσεων. Τα τελευταία χρησιμοποιούνται επίσης από τις χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις και την αστυνομία είτε για τη δημιουργία πανικού στον αντίπαλο είτε ως δηλωτικό κάποιας θέσης (χρήση έγχρωμου καπνού). Ως καπνογόνες ουσίες χρησιμοποιούνται διάφορα οξείδια του χλωρίου, ο φώσφορος και ιδιαίτερα το διοξείδιο του θείου διαλυμένο σε θειικό οξύ.
Dictionary of Greek. 2013.